Γαλοπουλα και διατροφικη αξια

Διατροφικά το κρέας της γαλοπούλας είναι χαμηλό σε θερμίδες και λιπαρά, ενώ έχει μεγάλη ποσότητα πρωτεΐνης. Περιέχει σημαντικές ποσότητες ασβεστίου, φωσφόρου, καλίου, νατρίου και ψευδαργύρου. Ιδιαίτερα πλούσιο είναι το κρέας της σε νιασίνη, λευκίνη, ισολευκίνη, λυσίνη, ασπαρτικό οξύ, γλουταμινικό οξύ και αργινίνη.
Η γαλοπούλα είναι πλούσια σε τρυπτοφάνη, αμινοξύ που συμβάλλει στην παραγωγή της σεροτονίνης που με τη σειρά της χαρίζει αισθήματα χαλάρωσης και ευφορίας στον οργανισμό. Είναι πλούσιο σε ψευδάργυρο που αυξάνει την άμυνα του οργανισμού, φώσφορο και μαγνήσιο, το οποίο δρα καταπραϋντικά και ηρεμιστικά, μειώνοντας τους πονοκεφάλους και τις ημικρανίες.

Ιστορικό 
Η γαλοπούλα ήρθε από την Αμερική αρχές του 16ου αιώνα και διαδόθηκε ταχύτατα στην Ευρώπη. Μια από τις πρώτες αναφορές στη χώρα μας συναντούμε στην Κρητική κωμωδία ‘Φορτουνάτος’ που γράφτηκε στον υπό πολιορκία Χάνδακα, από τον Μάρκο-Αντώνιο Φώσκολο, πριν το 1669. Σχεδόν σε όλη τη χώρα συναντούμε ντόπιους πληθυσμούς με αρκετές τοπικές ονομασίες όπως : Διάνοι, Γαλιά, Μισίρια, Κακνιά ενώ στην Κρήτη είναι γνωστά σαν Κούβοι. Ο πιο διαδεδομένος από τους ντόπιους πληθυσμούς είναι ένα ελαφρός τύπος (συνήθως 3-4 κιλά) ανοικτού έως σκούρου γκρίζου χρωματισμού με μαύρες λωρίδες. Οι πιο σημαντικοί και αξιοσημείωτοι πληθυσμοί που έχουν εντοπιστεί στην Ελλάδα είναι : Η Γαλοπούλα Λέσβου, η Λευκή Γαλοπούλα του Αιγαίου, η Γαλοπούλα της Καρδίτσας και η Γαλοπούλα των Τρικάλων.