Η ιστορία των ΜΥΛΩΝ ΚΡΗΤΗΣ ξεκινάει το 1928 από το λιμάνι της Σούδας στην Κρήτη, όταν οι επιχειρηματίες Σουλάκος (έμπορος σιτηρών από το Γύθειο), Πωλογιώργης και Τζιανουδάκης ίδρυσαν την ομόρρυθμη εταιρεία ΚΥΛΙΝΔΡΟΜΥΛΟΙ ΚΡΗΤΗΣ. Στόχος τους ήταν να δημιουργήσουν ένα επιλιμένιο μύλο ο οποίος να προμηθεύεται απευθείας τις πρώτες ύλες από την Κεντρική Ελλάδα, προκειμένου να αποφύγουν τα μεγάλα μεταφορικά έξοδα που επιβάρυναν την τιμή των προϊόντων. Παρά τις αντιξοότητες της εποχής και το κακό οδικό δίκτυο του νησιού που περιόριζε τη μεταφορά των αλεύρων, η επιχείρηση ανέπτυξε σημαντική δυναμική.
Ωστόσο, όταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφτασε στην Κρήτη, το 1941, τα γερμανικά Στούκας και τα βαριά βομβαρδιστικά της Λουφτβάφε έπληξαν ανεπανόρθωτα τους στρατηγικούς στόχους του νησιού, μεταξύ αυτών και το λιμάνι της Σούδας. Οι Κυλινδρόμυλοι Κρήτης δεν γλίτωσαν από τις βόμβες των ναζί. Ισοπεδώθηκαν εντελώς.
Πέρασαν 8 χρόνια για να ξεκινήσει και πάλι η εταιρεία από το μηδέν. Στους δύο αρχικούς μετόχους προστέθηκαν οι επιχειρηματίες Μανουσάκης, Κουτρούμπας και Γαγάνης. Η επιχείρηση έγινε ανώνυμη εταιρεία και χρησιμοποίησε ως εγκαταστάσεις τον ίδιο χώρο, στο λιμάνι της Σούδας. Το 1949, όμως, η Ελλάδα μετρούσε ακόμη τις πληγές της από τον πόλεμο και τον εμφύλιο που ακολούθησε και έτσι το μόλις 1953 επαναλειτούργησε το νέο εργοστάσιο. Στη νέα, υπερσύγχρονη μονάδα, προσελήφθη ως χημικός μηχανικός ο Κλέαρχος Μαρκαντωνάκης, ο οποίος μερικές δεκαετίες αργότερα θα βρεθεί στο «τιμόνι» της.
Το υπερσύγχρονο εργοστάσιο παραγωγής αλεύρων άρχισε να αποδίδει και να δίνει μεγάλη δύναμη και οικονομική ευχέρεια στη επιχείρηση κι έτσι οι τέσσερις διευθύνοντες σύμβουλοί της σκέφτηκαν ότι μπορούσαν να κάνουν το επόμενο βήμα. Το 1975 η εταιρία ξεκίνησε τη λειτουργία ενός νέου εργοστασίου που παρήγαγε ζωοτροφές, ώστε να καλύψει τις μεγάλες ανάγκες της κτηνοτροφίας του νησιού.
Στο νέο της τομέα, η εταιρεία έγινε αμέσως πρωτοπόρος. Έφερε, όχι μόνο νέες τεχνολογικές μεθόδους, αλλά και μεγάλη εξειδίκευση στις ζωοτροφές οι οποίες παρασκευάζονται αποκλειστικά από αγνές φυτικές πρώτες ύλες, μη γενετικά μεταλλαγμένες. Έτσι, σύντομα έγινε το σημείο αναφοράς για την εν λόγω βιομηχανία στην Ελλάδα.
Την ίδια περίοδο, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, η εταιρεία θα γίνει πρωτοπόρος και σε έναν ακόμη τομέα. Παρήγαγε έναν ιδιαίτερο τύπο αλεύρου, ιδανικού για τα φύλλα του κανταϊφιού. Το συγκεκριμένο προϊόν θα γίνει σύντομα το πιο δημοφιλές της και αυτό που μέχρι και σήμερα επιτυγχάνει τις μεγαλύτερες εξαγωγές εκτός Ελλάδας.
Οι δραστηριότητες των ΜΥΛΩΝ ΚΡΗΤΗΣ, όμως, δεν σταμάτησαν εκεί. Έχοντας πια φτάσει να διοικούνται από την τρίτη γενιά μετόχων, αποφάσισαν το 1998 να δημιουργήσουν μια νέα εταιρεία, με σκοπό την παραγωγή και εμπορία τυροκομικών προϊόντων, με πρώτη την ξακουστή Γραβιέρα Κρήτης. Η εταιρεία είχε την επωνυμία Κριαράς Α.Ε. και το 2002 απέκτησε την εμπορική ονομασία «Βέρο Κρητικό», η οποία παρήγαγε και διένειμε όλα τα είδη τυριών (Γραβιέρα Κρήτης, Φέτα, Ανθότυρος, Ξινομυζήθρα, Ντακοτύρι – Πηχτόγαλο Χανίων κ.ά.), παραδοσιακό Γιαούρτι και Φρέσκο Κατσικίσιο Γάλα, το οποίο ήταν το πρώτο συσκευασμένο κατσικίσιο γάλα που κυκλοφόρησε στην ελληνική αγορά.